προξένου

προξένου
πρόξενος
public
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Προξένου — Πρόξενος public masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Museum of the Macedonian Struggle — The Museum of the Macedonian Struggle is a museum in Thessaloniki, Greece, documenting the Greek Struggle for Macedonia of 1903 to 1908, in which Greek guerrillas, later supported by the Greek government, fought both the Ottoman Empire and… …   Wikipedia

  • αντιπρόξενος — ο ο αντικαταστάτης του προξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πρόξενος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Γουλιέλμο Άλβη] …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • εκτελεστήριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση 2. το ουδ. ως ουσ. το εκτελεστήριο( ν) έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση αποδέχεται τον διορισμό προξένου άλλης χώρας 3. (νομ.) «εκτελεστήριος τύπος» ορισμένος τύπος τον οποίο πρέπει να φέρουν… …   Dictionary of Greek

  • ισοπρόξενος — ἰσοπρόξενος, ὁ (Α) αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πρό ξενος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”